μαστοφόρος

μαστοφόρος
ος, ο[ν] относящийся к млекопитающим

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαστοφόρος" в других словарях:

  • μαστοφόρος — α, ο 1. (για ζώα) αυτός που έχει μαστούς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστοφόρα ζωολ. τα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + φόρος*. Η λ. στον πληθ. μαστοφόρα μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • μαστοφόρος — α, ο αυτός που έχει μαστούς: Μαστοφόρα θηλαστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»